- ενανθρωπώ
- (ε) αμετ. рел воплощаться, превращаться в человека
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενανθρωπώ — ( έω) (AM ἐνανθρωπῶ) ένανθρωπίζω, ενανθρωπίζομαι, παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο («προσεκύνησαν Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα», Μηναία, Απόστ.) … Dictionary of Greek
ἐνανθρωπῶ — ἐνανθρωπέω put on man s nature pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνανθρωπέω put on man s nature pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενανθρωπίζω — (Μ ἐνανθρωπίζω) 1. ενανθρωπώ*. παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο 2. ιατρ. διαβιβάζω ύλη εμβολίου μέσα από το ανθρώπινο σώμα, βλ. ενανθρωπώ … Dictionary of Greek
ανθρωπώ — ἀνθρωπῶ ( έω) (Α) γίνομαι άνθρωπος (ενανθρωπώ*) … Dictionary of Greek